Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

φουσκώνω τίς

  • 1 φουσκώνω

    1. μετ.
    1) надувать (баллон, пузырь и т. п.); 2) перен. раздувать; вздувать;

    φουσκώνω τό λογαριασμό — раздуть счёт;

    φουσκώνω τίς τιμές — вздувать цены;

    τα φουσκώνει πολύ — он слишком всё раздувает, преувеличивает;

    3) вздувать, вызывать вздутие;
    4) перен. раздражать, сердить;

    § φουσκώνω τα μυαλά — кружить голову;

    της φούσκωσε την κοιλιά он её обрюхатил;
    2. αμετ. 1) раздуваться; разбухать, набухать; τό γάλα φούσκωσε молоко убежало; τό ζυμάρι φούσκωσε тесто подошло; 2) перен. разбухать; φούσκωσε το βιβλίο книга разбухла; 3) опухать; вздуваться; вспухать; пучить (живот); 4) перен. надуваться, важничать; 5) топорщиться; 6) задыхаться, запыхаться; 7) перен. сердиться, раздражаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φουσκώνω

  • 2 τιμή

    η
    1) честь;

    ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;

    λόγος τιμής — честное слово;

    θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;

    ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;

    θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;

    честь;
    2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;

    διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);

    στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;

    κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;

    αποδίδω τιμές — воздавать почести;

    απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;

    3) цена; стоимость; курс;

    σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;

    αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;

    χαμηλές τιμές — низкие цены;

    τρέχουσα τιμή — существующая цена;

    επίσημη τιμή — официальный курс;

    σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;

    χάνω την τιμή — обесцениваться;

    πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;

    πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;

    φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;

    § 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;

    προς τιμήа) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);

    τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τιμή

См. также в других словарях:

  • φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραείρω — και παραίρω Α 1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.) 2. παθ. παραείρομαι κρεμιέμαι από το ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • απανωγράφω — 1. γράφω παραπάνω, προηγουμένως («να μάθου τίς εκόπιασε εις τ απανωγραμμένα» Ερωτόκρ.) 2. φουσκώνω τον λογαριασμό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»